άνοικτοι

άνοικτοι
ἄνοικτοι
ἄνοικτος
pitiless: masc /fem nom /voc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄνοικτοι — ἄνοικτος pitiless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυμπτωτικός κώνος — Για έναν ανιχνευτή κοσμικών ακτίνων, ο όρος σημαίνει την περιοχή της ουράνιας σφαίρας απ’ όπου έχουν έλθει τα σωμάτια, στα οποία κυρίως οφείλεται η ροή που καταγράφει ο ανιχνευτής. Η θέση και το σχήμα αυτού του κώνου υποδοχής των σωματίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”